- πορφυράνθεμος
- πορφυρ-άνθεμος, ον, = sq., Ps.-Plu. Fluv.7.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυράνθεμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυράνθεμος — ον, Α πορφυρανθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ἄνθεμον (πρβλ. χρυσ άνθεμος)] … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek